Στείλε λεφτά στο ftou.gr
Πρόσκοπος: Ένα παιδί που ντύνεται σαν ηλίθιος και ακολουθεί τις οδηγίες ενός ηλίθιου που είναι ντυμένος σαν παιδί.
Τετάρτη, 24 Απριλίου

vas_arg 3/12/2002 7:01:00 πμ

Ετυμολογία και σημασία

ΔιαλέξειςΑπό την αρχαιότητα έως σήμερα υπάρχει η αντίληψη ότι προϋπόθεση για την κατανόηση μιας λέξης αποτελεί η αναγωγή στην αρχική της σημασία. Η ίδια η λ. "ετυμολογία", που συνδέεται με το αρχ. επίθετο "έτυμος" ("αληθινός, πραγματικός"), όπως και η λατινική μετάφρασή της veriloquium, αρχικά σήμαινε την "αληθινή σημασία μιας λέξης" ας σημειωθεί ότι το λατ. veriloquium "ετυμολογία" είναι σύνθετο από τα verus "αληθής" και loquor "λέγω" (ΚΟΥΜ, λήμμα veriloquium). Επομένως, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η πρωταρχική σημασία μιας λέξης είναι η αληθινή, ενώ οι μεταγενέστερες αποτελούν δείγματα φθοράς. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που αναφέρει η Aitchison (1991: 17): "the author of a book published in 1979 compared a word which changes its meaning to "a piece of wreckage with a ship's name on it floating away from a sunken hulk": the book was entitled Decadence" ["ο συγγραφέας ενός βιβλίου δημοσιευμένου το 1979 συνέκρινε μια λέξη που μεταβάλλει τη σημασία της με "ένα κομμάτι από συντρίμμια με ένα όνομα πλοίου πάνω του που πλέει μακριά από ένα βυθισμένο παλιό πλοίο": το βιβλίο είχε τίτλο Παρακμή"]. Η αντίληψη, όμως, αυτή σχετικά με τον ρόλο που μπορεί να παίξει συγχρονικά η αρχική σημασία μιας λέξης ανάγεται σε ένα προεπιστημονικό στάδιο, γιατί οδηγεί στην αρνητική αξιολόγηση των σημασιολογικών μεταβολών, που δεν γίνεται αποδεκτή από τη σύγχρονη γλωσσολογία.

 

Στην πραγματικότητα, η ετυμολογική προέλευση μιας λέξης μάς διαφωτίζει μόνο ως έναν βαθμό για τη σημασία της σε συγχρονικό επίπεδο, γιατί η τελευταία ενδέχεται να έχει υποστεί μεταβολή. Για παράδειγμα, η αναγωγή στο έτυμον των λ. "κληρονομώ" ("παίρνω κάτι που έχει προδιατεθεί από κάποιον για μένα") και "κληροδοτώ" ("δίνω κάτι σε κάποιον, του αφήνω κάτι να το έχει") πράγματι διευκολύνει τη σημασιολογική διάκριση των δύο αυτών ρηματικών τύπων, η οποία αντιστοιχεί σε αυτήν των ρ. "παίρνω" και "δίνω" (ΛΝΕΓ, λ. "κληρονομώ" ). O Landau (2001: 127), ωστόσο, δηλώνει ότι η ετυμολογία των λέξεων μάς δίνει λίγες - και συχνά παραπλανητικές - πληροφορίες σχετικά με τη σημασία τους. Ακόμη, παραπέμπει στους Thomas Pyles και John Algeo (Landau 2001: 127), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η προσφυγή στην ετυμολογία μιας λέξης για τον προσδιορισμό της τρέχουσας σημασίας της θα έδινε τόσο αναξιόπιστα αποτελέσματα όσο και η αντίστοιχη προσφυγή στην ορθογραφία της για τον προσδιορισμό της σημερινής προφοράς της. Κατά τους Pyles και Algeo, αν η ετυμολογία ρύθμιζε εξ ολοκλήρου τη σημασία μιας σύγχρονης λέξης, τότε το dilapidated "ξεχαρβαλωμένος", π.χ., επειδή ετυμολογείται από το λατινικό lapis "πέτρα", θα ήταν κατάλληλο να αποδοθεί μόνο σε ένα αντικείμενο που αποτελείται από πέτρες. Ενώ, κατά τον Landau (2001: 127), η σύνδεση του giddy "ζαλισμένος" με το god "θεός" θα υπαγόρευε τον περιορισμό της χρήσης του σε εκείνους που έχουν θεία έμπνευση. Ανάλογα παραδείγματα από την Ελληνική είναι οι λέξεις "παντρεύομαι" και "ενθουσιασμός". Η αναγωγή του "παντρεύομαι" στο μτγν. "ύπανδρος" (ΛΚΝ, λ. "παντρεύω"), δηλ. η ετυμολογική του σύνδεση με το "ανήρ, ανδρός", δεν δεσμεύει τους ομιλητές στη χρήση του ρήματος αυτού μόνο από γυναίκες έναντι του "νυμφεύομαι", που τάχα πρέπει να λέγεται μόνο από άνδρες. Στα πλαίσια της νέας Ελληνικής, ένας ομιλητής μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιήσει τον ρηματικό τύπο "παντρεύομαι" ανεξάρτητα από το "φυσικό γένος" (sexus), αρσενικό ή θηλυκό, που αντιστοιχεί στο υποκείμενο του ρήματος. Ομοίως, η λ. "ενθουσιώδης", που συνδέεται με το επίθ. "ένθους" (ΜΕΛ, λ. "ενθουσιώδης"), δηλ. "ένθεος", δεν σημαίνει αυτόν που εμπνέεται από θεϊκή έκσταση. Και σε αυτήν την περίπτωση, η τρέχουσα σημασία του επιθέτου δεν ρυθμίζεται από την αντίστοιχη ετυμολογική.

 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

 

Α΄)
ΚΟΥΜ Κουμανούδης Στέφανος 1884: Λεξικόν λατινοελληνικόν: το μεν πρώτον συνταχθέν και εκδοθέν υπό Ερρ. Ουλερίχου, είτα δε το δεύτερον επεξεργασθέν και πλουτισθέν υπό Στεφ. Α. Κουμανούδη (Αθήνα).

ΛΚΝ Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών / Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη 1998: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης).

ΛΝΕΓ Μπαμπινιώτης Γεώργιος 1998: Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Επανεκτύπωση με διορθώσεις και βελτιώσεις (Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας).

ΜΕΛ Μανδαλά Μαρία [διευθ. σύντ.] 1999: Μείζον ελληνικό λεξικό (Αθήνα: Αρμονία).

 

Β΄)
DÉF Picoche Jacqueline 1992: Dictionnaire Etymologique du francais (Paris: le Robert).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Aitchison J. 1991: Language change: progress or decay? (London: Fontana).
Landau Sidney 1989 [2001]: Dictionaries: the art and craft of lexicography (Cambridge: Cambridge University Press).

Μαθήματα Rohala Art

Σχόλια:

#1~ΝΑΝΣΥ @ 19/3/2003 - 17:39
Γειά σας!Όλα καλά?Εγώ πάντως,μια χαρούλα!!!! :D

Για να γράψεις σχόλιο στο άρθρο πρέπει να είσαι μέλος του site και να έχεις κάνει login.